H οικονομική κρίση εξαγνίζει την Τέχνη

Η αγορά παρήγαγε περισσότερη ποσότητα έργων απ’ όση θα μπορούσε να αγοραστεί και απ’ όση θα χρειαζόταν κανείς

The Observer

Yπάρχει ένα πολύ αστείο –αν και τρομακτικό– βίντεο που μπορεί να δει κανείς αυτές τις μέρες στην ιστοσελίδα του οίκου Sotheby’s: δύο δημοπράτες μιλούν στην κάμερα –με τα ωραία τους κοστούμια και με άγχος που δύσκολα μπορούν να κρύψουν– προσπαθώντας να δελεάσουν νέους αγοραστές και να καλοπιάσουν τους παλιούς, την επαύριο της μεγάλης κατολίσθησης που σημειώθηκε στις δημοπρασίες έργων τέχνης.

Αφού φλυαρήσουν λιγάκι για τα «τεράστια χρηματικά ποσά» που θρυλείται ότι τριγυρίζουν στα πέριξ και για την υποτιθέμενη «σταθερότητα της αγοράς» –έξι μήνες αφότου ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς πλήρωσε 86 εκατομμύρια δολάρια για έναν Μπέικον τον Μάιο, ο οίκος Σόθμπις δεν μπόρεσε να πουλήσει έναν άλλο Μπέικον ούτε για το μισό εκείνης της τιμής– καταλήγουν σε μια βαρυσήμαντη δήλωση: «Μην ανησυχείτε!», συμβουλεύουν τον δυνητικό αγοραστή. «Υπάρχει μια επιστροφή στη θέαση του αληθινού αντικειμένου. Βλέπουμε πλέον τι είναι καλό και τι δεν είναι τόσο καλό. Και αυτό που είναι καλό θα πουλιέται».

Επιστροφή στη θέαση; Τι υπέροχες μέρες ξημερώνουν – η τέχνη πλέον θα βλέπεται! Και όχι μόνον αυτό, αλλά οι άνθρωποι των δημοπρασιών θα μπορούν τώρα να πωλούν τα καλά έργα και όχι μόνο τα κακά και τα άσχημα. Τα δέκα τελευταία χρόνια δεν υπήρχε τέχνη τόσο χάλια που να μη μπορεί να πουληθεί σε δημοπρασία, τέχνη τόσο βλακώδης, πρόχειρη, επαναληπτική, αηδιαστική ή στερημένη πρωτοτυπίας που να μη μπορεί να βρει αγοραστή. Ο,τι κι αν είχες, ένας έμπορος ή δημοπράτης θα μπορούσε πιθανότατα να το πουλήσει. Τα αδηφάγα σαγόνια μασούσαν τα πάντα.

Περί ποιότητας

Περισσότεροι εκατομμυριούχοι αγόραζαν και πουλούσαν τέχνη από οποιαδήποτε άλλη περίοδο της ιστορίας. Αυξανόταν συνεχώς η ζήτηση για τέχνη. Ηταν αδιάφορο αν η τέχνη είχε οποιοδήποτε νόημα και, πολύ λιγότερο, αν είχε κάποια ποιότητα. Πρακτικά, ο μόνος κανόνας ήταν να είναι «προχωρημένη» τέχνη – αυτό που παλιότερα λεγόταν αβάν γκαρντ. Αυτό σήμαινε ότι θα μπορούσε να είναι μπανάλ –αλλά με αυτοεπίγνωση– ή ακόμα και κιτς – αλλά με ειρωνικό και όχι αθώο τρόπο.

Η σημασία του έργου κατέληξε να ταυτίζεται με την τιμή του στην αγορά, τη δυνατότητά του να φέρει χρήμα. Με αυτό ως δεδομένο, οι αγοραστές χρειάζονταν μια νοσοκόμα του Ρίτσαρντ Πρινς, μια γυάλινη δεξαμενή του Ντάμιεν Χερστ με κάποιο βαλσαμωμένο ζώο μέσα, ένα κιτς γλυπτό του Τζεφ Κουνς και μια φωτογραφία του Αντρέας Γκούρσκι. Αυτό ήταν το εναρκτήριο πακέτο, η πιο ασφαλής εγγύηση για τις αγέλες των πλουτοκρατών και τους διαχειριστές δομημένων ομολόγων που ήθελαν να επενδύσουν στην τέχνη.

Οτιδήποτε πέρα από αυτό, οτιδήποτε δεν είχε αποκτήσει «δοκιμασμένο» όνομα, σήμαινε ότι ο αγοραστής ρίσκαρε, αν και το ρίσκο ήταν πολύ μικρό. Γιατί ο ολοένα μεγαλύτερος κατάλογος των «συλλέξιμων» καλλιτεχνών καθοριζόταν από τους ντίλερ σε συνάρτηση με μικρές ομάδες πλούσιων συλλεκτών. Αν ο ντίλερ μπορούσε να πείσει τον συλλέκτη να αγοράσει το έργο ενός συγκεκριμένου καλλιτέχνη, τότε το έργο γινόταν ντε φάκτο «συλλέξιμο» και όλοι οι άλλοι αγοραστές θα έσπευδαν να πάρουν κι αυτοί. Θα μπορούσες να αποκαλέσεις αυτές τις αγορές προθεσμιακά συμβόλαια –futures– μόνο που δεν συνεπάγονταν τόσο μεγάλο ρίσκο.

Εύκολη προσφορά

Τίποτα περίπλοκο δεν υπήρχε σ’ αυτό το σύστημα. Και όποιος πιστεύει ότι οι περισσότεροι καλλιτέχνες θα αρνούνταν να παίξουν σ’ αυτό το πεδίο επειδή έχουν ηθικές αρχές, καλά θα κάνει να κοιτάξει τριγύρω του. Ακόμα και οι γόνδολες ή οι γάτες της καλοκαιρινής έκθεσης στη Βασιλική Ακαδημία απευθύνονταν σε ένα κοινό που ξέρει τι του αρέσει και του αρέσει αυτό που ξέρει: Εύκολη προσφορά, εύκολη ζήτηση.

Η υπερθερμασμένη αυτή αγορά παρήγαγε μια δυσανάλογα μεγάλη ποσότητα τέχνης, περισσότερη τέχνη απ’ όση θα μπορούσε ποτέ να αγοραστεί, περισσότερη απ’ όση θα χρειαζόταν ποτέ κανείς, περισσότερη απ’ όση θα μπορούσε ποτέ κανείς να δει, με μόνη εξαίρεση τον Τσαρλς Σαάτσι. Τέχνη προσαρμοσμένη να ταιριάζει στους πλούσιους σε χρήμα και φτωχούς σε χρόνο. Η ταχύτητα της κατανάλωσης μπορούσε να μετρηθεί με λεπτά, ακόμα και με δευτερόλεπτα.

Το αποτέλεσμα είναι φανερό παντού. Ας πάρουμε τα «έργα τέχνης» που παρουσιάστηκαν πρόσφατα στην έκθεση GlaxoSmithKline Contemporary στην Βασιλική Ακαδημία. Μπορούσες να δεις εκεί νεοκλασικά ειδώλια να τα σπάει η ίδια η Τζορτζίνα Σταρ, «περφόρμανς» που διαρκούσε περίπου ένα δευτερόλεπτο και ήταν πολύ οικείο θέαμα σε οποιονδήποτε έχει σπάσει πιατικά. Μπορούσες να δεις επιχρωμιωμένα αγάλματα χερουβείμ που πάλευαν, αλλά και ένα τεράστιο ομοίωμα ξεφλουδισμένου κρεμμυδιού.

Προφανώς, η αυτοσχέδια καντίνα της έκθεσης ήταν κι αυτή έργο τέχνης· τι άλλο θα μπορούσε να είναι, αφού το «Double Club» του Κάρστεν Χόλερ στην άλλη άκρη της πόλης, ένα συνηθισμένο νάιτ κλαμπ του στυλ «η Αφρική συναντάει την Ευρώπη» με κονγκολέζικη μπίρα, έχει προβληθεί ως έργο τέχνης; Ο Χόλερ είχε φέρει σλάιτς στην Τέιτ Μόντερν. Για λίγες εβδομάδες ακόμα, μπορείς να καταναλώσεις το καινούργιο του έργο στο Ισλινγκτον, πίνοντας μπίρα και τρώγοντας τηγανητές πατάτες.

Ακραία παρακμή

Το ζήτημα δεν είναι αν ένα έργο τέχνης είναι τέχνη, αλλά αν είναι καλό. Και παρότι βρισκόμαστε στη μέση της σεζόν, δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα που να αξίζει τον κόπο. Στη γκαλερί White Cube έχει την Ρόσον Κρόου, μια Τεξανή ζωγράφο γεννημένη το 1982. Ζωγραφίζει σκηνές από την Ιστορία –την κηδεία του Λίνκολν, ένα συμπόσιο στον Λευκό Οίκο– αλλά με τον καμβά να ξερνάει χοντρές σταγόνες μπογιάς ή να λιώνει σαν κερί, συνδυάζοντας την ακραία παρακμή με μια παρωδία αφηρημένου εξπρεσιονισμού.

Η Κρόου, που ανακαλύφθηκε όταν ήταν φοιτήτρια και ενώ η αγορά βρισκόταν στην πιο αδηφάγα περίοδό της, έχει κάνει περισσότερες εκθέσεις στη σύντομη καριέρα της από άλλους πολύ καλύτερους ζωγράφους και θυμίζει κάπως την Μπρίτνεϊ Σπίαρς. Επιτηδευμένα, θρασύτατα και αποκρουστικά, τα έργα της είναι πάντως πιο επιδέξια από τους αιματοβαμμένους σκελετούς του Αντρέας Γκόλντερ στον πρώτο όροφο.

Η Λονδρέζα Αλις Αντερσον, στη γκαλερί Artprojx, φαίνεται πιο ελπιδοφόρα με το στυλ Ραπουνζέλ που έχει υιοθετήσει και με τις μικρές κούκλες της που γκρεμοτσακίζονται από πύργους και καρφώνονται με βελόνες. Χρησιμοποιεί τις κούκλες όπως χρησιμοποιούσε η Λουίζ Μπουρζουά τα παραγεμισμένα πάνινα ανθρωπάκια και αναφέρεται κι αυτή σε οικογενειακά προβλήματα. Εμφανίζεται ως πρωταγωνίστρια στην ταινία μικρού μήκους «The Doll’s Day» –εγκαταλελειμμένη από τη μητέρα της, κακοποιημένη από τον πατέρα της– και εκδικείται τις κούκλες–ομοιώματα των δύο κακών γονέων. Ομως, παρά τις ψυχαναλυτικές προεκτάσεις (και την πλουσιοπάροχη γαλλική χρηματοδότηση του «πρότζεκτ»), τίποτα δεν μπορεί να σώσει την Αντερσον από την πτώση στη γελοιότητα.

Ρεαλιστικές κουτσουλιές

Παρ’ όλ’ αυτά, φαίνεται ιδιοφυής σε σύγκριση με τον πολυδιαφημισμένο συνομήλικό της, τον Νταν Κόλεν, ο οποίος είχε κάποτε δοξαστεί επειδή ζωγράφιζε ρεαλιστικές κουτσουλιές πουλιών. Ο Κόλεν γέμισε μια ολόκληρη αίθουσα της Gagosian Gallery με ένα έργο που απεικόνιζε ένα παγκάκι πάρκου: υποτίθεται ότι εκεί συνάντησε η Σταχτοπούτα τη μάγισσα νονά της και υποτίθεται επίσης ότι η όλη εικόνα αντανακλούσε τις ιδέες του διακεκριμένου θεωρητικού τέχνης Μάικλ Φριντ. Αν ήμουν ο Φριντ, θα είχα σπεύσει να εκδώσω μια διάψευση.

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η αγορά δεν έχει σημασία, ότι οι συλλέκτες μπορούν να πιάνονται κορόιδα χωρίς να επηρεάζουν τη δική μας ζωή, η αλήθεια όμως είναι ότι οι δημόσιες πινακοθήκες επηρεάζονται βαθιά από την αγορά και ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό τις αγοραστικές συνήθειες των πλουσίων. Κάθε φορά που μπαίνεις σε μια εμπορική γκαλερί, ό,τι βλέπεις βρίσκεται εκεί επειδή φέρνει πολύ χρήμα. Και αν παρατηρήσεις τάσεις, είναι επειδή η αγορά έχει διατάξει ότι η τέχνη πρέπει να είναι κάπως έτσι, και η τέχνη έχει υπακούσει. Κατόπιν, η τέχνη αυτή μπαίνει και στα μουσεία.

Τώρα όμως που η αγορά καταρρέει –οι δημοπρασίες σύγχρονης τέχνης του Σόθμπις στη Νέα Υόρκη τον Νοέμβριο του 2007 και του 2008 έκαναν πωλήσεις 418 και 160 εκατ. δολαρίων αντίστοιχα– τι θα γεμίσει τις πινακοθήκες, ιδιωτικές και δημόσιες; Το 2009 ήδη φαίνεται πολύ διαφορετικό. Γκαλερί κλείνουν η μία μετά την άλλη και η London Art Fair ήταν έρημη στο τέλος του πρώτου απογεύματος της λειτουργίας της. Οι γκαλερί υψηλού γοήτρου σχεδιάζουν εκθέσεις καλλιτεχνών που θεωρούνται «κλασικοί» της σύγχρονης τέχνης, όπως ο Σάι Τουόμπλι και ο Ρόμπερτ Μάνγκολντ, εκθέσεις που πράγματι αξίζει να δει κανείς.

Είναι προφανές σε όποιον έχει μάτια και βλέπει ότι η τέχνη έγινε πιο χυδαία και αποκρουστική στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Εγινε επίσης πιο επιτήδεια και γρήγορη. Το αν θα εξελιχθεί σε κάτι καλύτερο –αν θα γίνει πιο ευφυής, εκλεπτυσμένη, επινοητική, ακόμα και πρωτότυπη– είναι ένα ερώτημα στο οποίο προς το παρόν δεν μπορούμε να απαντήσουμε, αλλά αυτοί οι δύσκολοι καιροί πιθανόν να την ευνοήσουν.

Λιγότερα χρήματα σημαίνει λιγότερες γονυκλισίες στους συλλέκτες, λιγότερη δουλικότητα απέναντι στους σπόνσορες, λιγότερα προϊόντα βασισμένα στη ζήτηση. Μπορεί επίσης να σημαίνει λιγότερα σκουπίδια στις εκθέσεις, από αυτά που σίγουρα αποκαρδιώνουν τους επισκέπτες (κι ας μην το ομολογούν). Και αν τα λιγότερα χρήματα μπορούν να αποσπάσουν από τους καλλιτεχνικούς κύκλους την υπόσχεση να κοιτάζουν πλέον το έργο τέχνης ως έργο τέχνης και μόνο, τότε αυτό μπορεί να είναι πραγματικά η αρχή μιας νέας εποχής.

Καθημερινή, 22.2.2009

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_22/02/2009_304078

Leave a comment